- ανθρωποπρεπής
- ἀνθρωποπρεπής (-οῡς), -ές (AM)αυτός που αρμόζει σε άνθρωπο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
άνθρωπος — Το ανθρώπινο ον, ο πιο εξελιγμένος οργανισμός που ζει στην υδρόγειο. Homo sapiens (ά. έμφρων ή λογικός)είναι ο επιστημονικός όρος, στη συστηματική ταξινόμηση διπλής ονομασίας για το γένος (homo, ά.)και το είδος (sapiens, λογικός)στο οποίο ανήκει… … Dictionary of Greek
ՄԱՐԴԱՎԱՅԵԼՈՒՉ — ( ) NBH 2 0222 Chronological Sequence: Unknown date, 8c, 12c ա. ἁνθρωποπρεπής hominem decens, homini conveniens. Որ ինչ վայելուչ է մարդոյ, կամ մարդկութեան (քրիստոսի). *Մարդավայելուչ բարեկարգութիւն, կամ տնտեսութիւն. Դիոն. երկն.: Լմբ. հանգ.:… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)